- συμμιμηταί
- συμμῑμηταί , συμμιμητήςjoint imitatormasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμιμητής — ὁ, Α [συμμιμοῡμαι] ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ) … Dictionary of Greek